- αγκαλιαστά
- επίρρ. обнявшись, в обнимку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγκαλιά — η 1. η αγκάλη* (βλ. ερμ. 1, 2, 3 και νεοελλ.) 2. σιδερένιο τεμάχιο τής στέγης σε σχήμα Π, που περιβάλλει τον κεντρικό ορθοστάτη (κν. μπαμπά) 3. (ως επίρρ.) στην αγκαλιά, αγκαλιαστά, αγκαλιασμένοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τύπος τού αγκάλη με την… … Dictionary of Greek
περιμπλεχτός — ή, ό, Ν [περιπλέκω] (στον Ερωτόκρ.) περιτυλιγμένος, αγκαλιασμένος. επίρρ... περιμπλεχτά αγκαλιαστά … Dictionary of Greek
αγκαλιαστός — ή, ό επίρρ. ά αγκαλιασμένος: Χορεύανε σχεδόν αγκαλιαστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)